«Ευρωεκλογές: Πρόοδος VS Λαϊκισμός»
Στις φετινές κάλπες τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν έναν και μοναδικό αντίπαλο: τον λαϊκισμό
Σε αυτόν ευθύνονται τα εθνικά και υπερεθνικά βάσανα της τελευταίας δεκαετίας, καθώς φροντίζει να αναδύεται μαζί με τις κρίσεις. Είναι εκεί για να αποπροσανατολίσει από τον στόχο της Ενωμένης Ευρώπης, είναι πάντοτε «παρών» για να αποτρέψει γενναίες αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον της, είναι ευέλικτος σε σημεία καμπής για την ιστορία της ηπείρου.
Αλλά και στην Ελλάδα, ο λαϊκισμός έκανε αισθητή την παρουσία του. Όταν υπεγράφη η Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ. Στη συνέχεια, επαναπαύθηκε κατά την επταετή περίοδο της Δικτατορίας. Και τελικά ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας υπό το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο Συνδικάτο», όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε την ιστορική Συνθήκη Προσχωρήσεως στην ΕΟΚ το 1979.
Μετά την πλήρη ένταξή μας το 1981, ακολούθησε μια περίοδο σιγής, που απλά έθεσε τον λαϊκισμό σε λήθαργο, μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες για να βγει και πάλι στην επιφάνεια.
Δεν άργησε να τις βρει, λίγα χρόνια αργότερα, όταν έφτασαν στην Ελλάδα τα «απόνερα» της παγκόσμιας κρίσης χρέους. Μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να δείξει ο λαϊκισμός την ποικιλομορφία του. Πρώτα, ως αντίπαλος σε μετρημένες οικονομικές πολιτικές. Μετέπειτα, ως πολέμιος της Ευρώπης και των προσπαθειών της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να κρατήσει τη χώρα μας μέσα σε αυτήν.
Τέλος, ως οπαδός του εκτροχιασμού της Ελλάδας από το ενιαίο νόμισμα, παλεύοντας μανιωδώς για την έξοδο μας από την Ευρωζώνη, που -παρεμπιπτόντως- φέτος συμπληρώνει 25 χρόνια ύπαρξης.
Τότε, είναι που βρήκε βέβαια πρόσφορο έδαφος στην Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τις συνεχείς παλινωδίες απέναντι σε θεσμούς και Ευρωπαίους εταίρους. Στον Αλέξη Τσίπρα και τους συντρόφους του που μας οδήγησαν στα capital controls και σε μια φρικώδη περίοδο, όποτε και κοιμόμασταν με ευρώ και φοβόμασταν ότι θα ξυπνήσουμε με δραχμή. Ακόμη και σήμερα, οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου εκδίδουν βιβλία που μιλούν για εναλλακτικά νομίσματα.
Αυτόν ακριβώς τον εθνολαϊκισμό, ήρθε να καταρρίψει η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη την δημοσιονομική υπευθυνότητα και τον ορθολογισμό. Η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και προς το υπόδειγμα πολιτικής είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Παράλληλα, όμως, και προς μία εξωτερική πολιτική που σέβεται τις ιδιαιτερότητες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και τη στοχοθεσία της Ε.Ε.
Η Ελλάδα κατάφερε να ανακτήσει τη φερεγγυότητα της στην Ευρώπη και τον κόσμο, μαζί με την επενδυτική βαθμίδα, τη μείωση της ανεργίας και του χρέους, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, την αύξηση εισοδημάτων, τη δίκαιη φορολόγηση και το ρεκόρ ξένων επενδύσεων. Χωρίς δημοσιονομικές υπερβολές, αλλά με μετρημένες πολιτικές. Η χώρα μας είναι και πάλι ισότιμος συνομιλητής και όχι ωτακουστής στα ευρωπαϊκά τραπέζια. Είναι και πάλι πρωτοστάτης και όχι ακολούθημα σε πανευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Είναι, πρωτίστως, η χώρα με το υπόδειγμα πολιτικής, που γίνεται πρότυπο για ολόκληρη την ήπειρο.
Μια ήπειρο. που σε λίγο καιρό θα οδηγηθεί στην 10η εκλογική διαδικασία της ιστορίας της και 9η για την χώρα μας. Το κεκτημένο που πέτυχε η Ελλάδα τα χρόνια αυτά, είναι αυτό μιας ισορροπημένης φιλελεύθερης πολιτικής. Για την Ευρώπη, το στοίχημα είναι να μην υποκύψει σε δυνάμεις που δε θέλουν να μετεξελιχθεί σε μια ουσιαστική ένωση σε τομείς, όπως το εμπόριο και η αμυντική συνεργασία. Σε αυτές τις δυνάμεις, πρέπει να αντιτάξουμε πολιτικές με όραμα και ισχυρά θέλγητρα.